ἀντισήκωμα — equipoise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντισήκωμα — το (Μ ἀντισήκωμα) [αντισηκώ] χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία) νεοελλ. το αντίσηκο, το αντίβαρο … Dictionary of Greek
ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… … Dictionary of Greek
αντίβαρο — το 1. κάθε βάρος που τοποθετείται σ έναν μηχανισμό εκτός ισορροπίας για να τον επαναφέρει σε κατάσταση στατικής ισορροπίας 2.το αντιστάθμισμα, αντισήκωμα … Dictionary of Greek
αντιζύγι — το αντισήκωμα, αντίβαρο … Dictionary of Greek
ζύγωσις — ζύγωσις, ἡ (Α) [ζυγώ ( όω)] ζύγισμα, ισορρόπηση, αντισήκωμα … Dictionary of Greek